-
1 κοιλάδα
[килада] ома. Θ. долина, лощина,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοιλάδα
-
2 долина
-
3 долина
долинаж ἡ κοιλάδα, ἡ κοιλάς, ἡ πεδιάδα, ὁ κάμπος, τό λαγκάδι:\долина реки́ ἡ κοιλάδα του ποταμού. -
4 виадук
η γέφυρα/το γεφύρωμα (πάνω από χαράδρα, κοιλάδα κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виадук
-
5 впадина
η κοιλότητα, το κοίλωματο βαθούλωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > впадина
-
6 долина
геогр. η κοιλάδα, το λαγκάδι (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > долина
-
7 ложбина
η (στενή) κοιλάδα, η στενωπός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ложбина
-
8 трог
(геол.) η διαμορφωμένη από τον παγετώνα κοιλάδα (σε σχήμα σκάφης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трог
-
9 ложбина
ложбинаж ἡ στενή κοιλάδα, τό κοίλωμα. -
10 долина
[νταλίνα] ουσ. ο. κοιλάδα -
11 ложбина
[λαζμπίνα] ουσ. θ. στενή κοιλάδα -
12 долина
[νταλίνα] ουσ ο κοιλάδα -
13 ложбина
[λαζμπίνα] ουσ θ στενή κοιλάδα -
14 дол
-а, δοτ. πλθ. по долам к. παλ,.πο•долам α. παλ. κοιλάδα.
εκφρ.за горами, за долами – πίσω από βουνά και κοιλάδες(μακριά)•по горим, по долам – σε βουνά και σε κοιλάδες (παντού). -
15 долина
-ы θ.κοιλάδα. -
16 каньон
-а α.στενή κοιλάδα. -
17 ложбина
-ы θ.λάκκα, στενή κοιλάδα. -
18 опустить
опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. κατεβάζω•опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•
опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•
опустить опять ξανακατεβάζω.
|| χαμηλώνω•голову κατεβάζω το κεφάλι•
опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
|| χαλαρώνω•подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.
|| αποθέτω, απιθώνω.2. ρίχνω•опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.
|| βάζω, χώνω•опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.
|| βυθίζω•опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.
3. κλείνω κατεβάζοντας•опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•
опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.
4. παραλείπω•излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.
|| αφήνω να ξεφύγει•опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.
εκφρ.опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.
|| κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•на колени γονατίζω•
опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.
|| βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•
сумерки -лись σουρούπωσε•
туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.
2. κλείνομαι•занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).
3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).εκφρ.опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας. -
19 падина
-ы θ. (διαλκ.) λάκκα, στενή κοιλάδα. -
20 падь
-и θ. (διαλκ.) βαθιά κοιλάδα, χαράδρα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κοιλάδα των Θαυμασίων — Κοιλάδα στις πλαγιές του Μπέγκο, ορεινού όγκου των Παραθαλάσσιων Άλπεων, σε ύψος περίπου 2.700 μ. Επρόκειτο για σημαντικό κέντρο της θρησκευτικής ζωής των προϊστορικών πληθυσμών της εποχής του χαλκού και του σιδήρου. Κατά μήκος των πλαγιών της… … Dictionary of Greek
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
Κοιλάδα των Βασιλέων — (Biban al Muluk). Στενή και βραχώδης κοιλάδα της Αιγύπτου, Δ της πόλης Λούξορ, στην οποία πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές των τάφων των φαραώ της 18ης, 19ης και 20ής δυναστείας. Οι 62 τάφοι που εντοπίστηκαν στην περιοχή παρουσιάζουν σημαντικές… … Dictionary of Greek
Κοιλάδα του Θανάτου — Βλ. λ. Θανάτου, κοιλάδα … Dictionary of Greek
κοιλάδα — η στενόμακρη πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιλάδα — κοιλάς hollow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θανάτου, Κοιλάδα του- — (Death Valley). Βαθύ τεκτονικό ρήγμα στη νοτιοανατολική Καλιφόρνια των ΗΠΑ, κοντά στα σύνορα Καλιφόρνια και Νεβάδα. Εκτείνεται από τα Β προς τα Ν σε μήκος περίπου 225 χλμ., ενώ το πλάτος της κυμαίνεται από 6 έως 26 χλμ. Πλαισιώνεται από τις… … Dictionary of Greek
Διαμήκης Κοιλάδα του Ειρηνικού — Τάφρος της βόρειας Αμερικής, που αποτελείται από σειρά βυθισμάτων, κατά ένα μέρος κατακλυσμένων από νερά, και σχηματίζεται από τον κόλπο και την κοιλάδα της Καλιφόρνια, το λεκανοπέδιο του Γουιλάμετ, το Πιούτζετ Σάουντ, καθώςκαι από τους… … Dictionary of Greek
Βαλκαμόνικα — Κοιλάδα των ιταλικών Άλπεων, γνωστή για τις χιλιάδες εγχάρακτες απεικονίσεις, από την προϊστορική εποχή, που υπάρχουν στους βράχους των κλιτύων της. Ανάλογα με το ύψος τους, οι απεικονίσεις αυτές κατατάσσονται από τους ειδικούς σε διάφορες… … Dictionary of Greek
Κράπη — Κοιλάδα της δυτικής Κρήτης, που βρίσκεται ανάμεσα στο οροπέδιο Ασκύφου των Σφακιών και στο λεκανοπέδιο του Αποκορώνου. Στην Κ., στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 και κυρίως στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek